- ἔρρεε
- ῥέωflowimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμορρόη — θερμορρόη, ἡ (Μ) οχετός από τον οποίο έρρεε θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ρροη (< ρέω), πρβλ. καλλι ρρόη, υδρο ρρόη] … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
κλεψίρρυτος — κλεψίρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει κρυφά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελί… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
ρέω — έρρευσα, τρέχω, σχηματίζω ρεύμα, χύνομαι: Το αίμα έρρεε ασταμάτητα από την πληγή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)